-
1 έγγαια
-
2 ἔγγαια
-
3 ἔγ-γαιος
ἔγ-γαιος, 1) im Lande einheimisch; ἥβα Aesch. Pers. 922, wo ἐγγαία fem.; vgl. Suppl. 59; τὰ ἔγγαια im Ggstz von τὰ ὑπερόρια Xen. Conv. 4, 31. – 2) κτῆσις, Grundeigenthum, Pol. 6, 45, 3. Bei Dem. 33, 3 ist συμβόλαιον ἔγγαιον dem ναυτικόν entgegengesetzt; ἔγγαια χρήματα, Hypothek auf Grundstücke, B. A. 251; vgl. ἔγγειος. – 3) in der Erde befindlich, Ggstz ἐπιπολῆς, Plut. Symp. 7, 2, 3. – Bei Leon. Tar. 68 (VII, 440) οἱ ἔγ., die Götter der Unterwelt, wie Plut. prim. frigid. 17 es mit χϑόνιος abdt.
-
4 εγγαίαν
ἐγγαίᾱν, ἔγγαιοςfem acc sg (attic doric aeolic)ἐγγαίᾱν, ἐγγαιοςin: fem acc sg (attic doric aeolic) -
5 ἐγγαίαν
ἐγγαίᾱν, ἔγγαιοςfem acc sg (attic doric aeolic)ἐγγαίᾱν, ἐγγαιοςin: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 εγγαιος
2 и 3 и ἔγγειος 21) приросший к земле или растущий из земли(φυτά Plat.)
2) подземный(σκότος Plut.; sc. θεοί Anth.)
3) земной(οὐκ ἔ., ἀλλ΄ οὐράνιος Plat.)
4) земельный(κτῆσις Polyb.; συμβόλαιον Dem.)
τόκοι ἔγγειοι Dem. — доход с земельных участков5) находящийся в земле, врытый в землю(τῶν λίθων μέρη Plut.)
τὰ ἔγγεια Dem. — врытое в землю (сельскохозяйственное) имущество6) туземный, отечественный(ἥβα Aesch.)
τὰ ἔγγαια Xen. ( в отличие от ὑπερόρια) — земельные владения внутри страны -
7 ναυτικός
A of or for a ship, seafaring, naval,ὁ ν. στρατός Hdt.7.100
, 203, etc.; opp. ὁ πεζός, Id.8.1;ν. λεώς A.Pers. 383
; ; ν. ἐρείπια wrecks of ships, A.Ag. 660; ; σκάφη ib. 1278;ν. πόλεμος And.4.12
;ν. ἀστρολογία Arist.AP0.79a1
; ἔγγαια καὶ ναυτικά property on land and sea, PEleph.1.13 (iv B.C.);ν. ἀναρχία
among the seamen,E.
Hec. 607;τὸ ν.
crew,Hp.
Ep.14; but usu. navy, fleet, Hdt.7.97, 160, Ar.Eq. 1063, Th.1.36, etc.;ἡ -κή Hdt.7.161
.2 of persons, skilled in seamanship, nautical, ναυτικοὶ ἐγένοντο became a naval power, Th.1.18, cf.7.21; ναυτικός, ὁ, = ναύτης, POxy.929.8 (ii/iii A.D.).3 ἡ-κή (sc. τέχνη) navigation, seamanship, Hdt.8.1, etc.;τὰ -κά Pl.Alc.1.124e
: τὰ -κά, also, naval affairs, sea-power, Th.4.75, X.HG1.6.4.II [full] ναυτικόν, τό, perh. pilot's fee, POxy.522.15 (ii A.D.); but usu.b money borrowed or lent on bottomry, in full,ν. χρήματα Lys.32.7
: mostly in pl., ν. ἐκδεδομένα ib.6; ναυτικὸν ἀνελέσθαι to take it up, borrow it, D.50.17;ναυτικοῖς ἐργάζεσθαι Id.33.4
: in sg., X.Vect.3.9; alsoν. τόκος D.L.6.99
. Adv.-κῶς, δανείζειν Id.7.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυτικός
-
8 ἔγγαιος
II of property, in land, consisting of land,οὐσία Lys.Fr.91
, D.36.5;κτήσεις ἔγγειοι καὶ οἰκίαι IG9(2).338.9
(Thess.), cf. CIG 2056 ([place name] Odessus), Plb.6.45.3; τὰ ἔγγεια the fixtures of a farm, D.30.30;συμβόλαιον ἔγγειον Id.33.3
; στατῆρας δανεισάμενος ἐγγείων τόκων on mortgage, Id.34.23 ( ἑκατὸν μνᾶς ἐγγείους (v.l. ἐγγύους) ἐπὶ τόκῳ δεδανεισμένας is read by codd. in Lys.32.15);ἔγγεια καὶ ναυτικά PEleph.1.13
(iv B.C.).III in or of the earth, [φυτὰ] ἔγγεια plants, Pl.R. 491d;φυτὸν οὐκ ἔγγειον, ἀλλὰ οὐράνιον Id.Ti. 90a
;λίθων τὰ ἔγγαια μέρη Plu.2.701c
.IV in or below the earth, = χθόνιος, Ἀϊδωνεύς AP7.480 (Leon.);χθόνιον καὶ ἔ. σκότος Plu.2.953a
; opp. ἐναέριος, Them.Or.13.168b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγγαιος
-
9 ἔγγαιος
-
10 διαιρέω
διαιρέω s. διαίρεσις; fut. διελῶ LXX; 2 aor. διεῖλον, subj. διέλω. Pass.: fut. 3 sg. διαιρεθήσεται LXX; aor. διῃρέθην LXX; pf. διῄρημαι LXX (Hom. et al.; ins, pap, LXX) distribute, divide (Jos., Ant. 5, 88 τὶ) τινί τι someth. to someone (X., Cyr. 4, 5, 51, Hell. 3, 2, 10; often pap, e.g. PLond III, 880, 11 [113 B.C.] p. 9 διειρῆσθαι τὰ ὑπάρχοντα αὐτῷ ἔγγαια τοῖς ἑαυτοῦ υἱοῖς; Josh 18:5; Jdth 16:24; 1 Macc 1:6) διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον he divided his property between them Lk 15:12; apportion someth. to someone (Michel 1001 VI, 18 ὁ ἀρτυτὴρ [‘officiant’] διελεῖ τὰ ἱερὰ τοῖς παροῦσι) 1 Cor 12:11. Abs. ἐὰν ὀρθῶς μὴ διέλῃς if you did not divide (the sacrifice) rightly 1 Cl 4:4 (Gen 4:7).—DELG s.v. αἱρέω. M-M.—TW.
См. также в других словарях:
ἔγγαια — ἔγγαιος neut nom/voc/acc pl ἐγγαιος in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγαίαν — ἐγγαίᾱν , ἔγγαιος fem acc sg (attic doric aeolic) ἐγγαίᾱν , ἐγγαιος in fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγγειος — ο και έγγαιος, α, ο (AM ἔγγειος, ον και ἔγγαιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στη γη, που αποτελείται από κτήματα νεοελλ. 1. «έγγειος ιδιοκτησία» α) ιδιοκτησία που περιλαμβάνει κτήματα με όλες τις απαραίτητες εγκαταστάσεις β) ακίνητη περιουσία 2.… … Dictionary of Greek