Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ ἔγγαια

См. также в других словарях:

  • ἔγγαια — ἔγγαιος neut nom/voc/acc pl ἐγγαιος in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγαίαν — ἐγγαίᾱν , ἔγγαιος fem acc sg (attic doric aeolic) ἐγγαίᾱν , ἐγγαιος in fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγγειος — ο και έγγαιος, α, ο (AM ἔγγειος, ον και ἔγγαιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στη γη, που αποτελείται από κτήματα νεοελλ. 1. «έγγειος ιδιοκτησία» α) ιδιοκτησία που περιλαμβάνει κτήματα με όλες τις απαραίτητες εγκαταστάσεις β) ακίνητη περιουσία 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»